προσσυνοικίζω

προσσυνοικίζω
προσσυν-οικίζω τὴν θυγατέρα,
A give one's daughter in marriage besides, D.C.60.5.
II [voice] Pass., to be settled in addition, [ψυχαὶ] -οικιζόμεναι cj. for προσυν- in M.Ant.4.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσσυνοικίζω — Α 1. βάζω κάποιον ακόμη να κατοικήσει κάπου 2. (σχετικά με κόρη) δίνω σε γάμο, παντρεύω 3. παθ. προσσυνοικίζομαι μτφ. (για την ψυχή) βρίσκομαι κάπου μαζί με άλλους («χώραν ταῑς προσσυνοικιζομέναις [ψυχαῑς] παρέχουσιν», Μάρκ. Αυρ.) …   Dictionary of Greek

  • προσσυνοικιζομέναις — προσσυνοικίζω give pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσυνοικίζω — Α εσφ. γρφ. τού προσσυνοικίζω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”